αστεροειδή

αστεροειδή
(asteroidea). Ομοταξία στην oποία ανήκουν οι αστερίες, των οποίων το σώμα έχει τυπική μορφή αστέρα γενικά με πέντε βραχίονες που ξεκινούν από έναν κεντρικό δίσκο με ασαφή όρια (αυτός o δίσκος στην ομοταξία των οφιουροειδών είναι σαφής). Οι αστερίες, μερικοί από τους οποίους έχουν βραχίονες κοντούς και περισσότερους από πέντε, στέκουν συνήθως σε οριζόντια θέση. To περίβλημα ή δέρμα τους προστατεύεται από πολυάριθμα ασβεστολιθικά πλακίδια, τα οποία δεν συνδέονται μεταξύ τους, αλλά αφήνουν κενά που επιτρέπουν στους βραχίονες να κάμπτονται κατά τη μετακίνηση του ζώου. Το στόμα του βρίσκεται στο κέντρο του δίσκου προς το κάτω μέρος και δεν έχει μασητήρια όργανα. Συλλαμβάνει τη λεία του –που είναι μικρά ψάρια και μαλάκια– με τους βραχίονες και όταν αρχίζει να τη χωνεύει, το έντερο κάμπτεται προς τα έξω. Στην κοιλιακή επιφάνεια κάθε βραχίονα υπάρχει σε όλο το μήκος της ένα βαδιστικό ή υδροφορικό αυλάκι το οποίο σχηματίζεται από βαδιστικά πλακίδια, από τα οποία βγαίνουν οι βαδιστικοί ποδίσκοι. Το νερό κυκλοφορεί στο σώμα τους διαμέσου αγωγών οι οποίοι σχηματίζουν το υδροφορικό σύστημά τους·μπαίνει και βγαίνει από τους πόρους ενός ειδικού ασβεστολιθικού πλακιδίου α. το οποίο βρίσκεται στη ραχιαία περιοχή του δίσκου και ονομάζεται μητροπόρος πλάκα. Τα α. είναι προικισμένα με την ικανότητα vα αποσπούν τμήμα του σώματός τους με την αυτοτομή και να αντικαθιστούν το κομμένο με την αναγέννηση, δηλαδή εάν ένα α. έχει ακρωτηριαστεί στον έναν βραχίονα, μπορεί να τον αντικαταστήσει με τα αντίστοιχα τμήματα του δίσκου· μπορεί δηλαδή να αναγεννήσει τους άλλους τέσσερις. Εκτός από μερικές περιπτώσεις ερμαφροδιτισμού, τα α. είναι γονοχωριστικά και αναπαράγονται με αβγά. Από αυτά βγαίνει μια προνύμφη με αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία είναι πολύ διαφορετική από το μεγάλο, ώριμο άτομο. Τα α. ζουν κατά προτίμηση στις ζεστές θάλασσες, κατά μήκος των ακτών, και μετακινούνται εύκολα στον βυθό. Μερικά είδη είναι λαμπερά κόκκινα και άλλα αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το περιβάλλον του βυθού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀστεροειδῆ — ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστεροειδής star like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστεροειδής star like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • ασφοδελός — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… …   Dictionary of Greek

  • ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… …   Dictionary of Greek

  • δενδρίτης — I (Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο. II (Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • καρπουζιά — Φυτό της οικογένειας των κουκουρβιτιδών, από το οποίο παράγεται ο εδώδιμος καρπός καρπούζι. Η επιστημονική του ονομασία είναι κιτρούλλος ο κοινός. Είναι ετήσιο, ποώδες φυτό και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές με θερμό κλίμα και ελαφρά, αμμουδερά …   Dictionary of Greek

  • καψέλλα — Μονοετής πόα (Capsella bursa pastoris) της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), πολύ κοινή κατά μήκος των αγροτικών δρόμων. Είναι ζιζάνιο των αγρών, διαδεδομένο ακόμα και στις κατοικημένες περιοχές, όπου φύεται στις βάσεις των τοίχων. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • μύξωμα — Μη καρκινικός, σαν ζελές, όγκος. Παρουσιάζεται συνήθως κάτω από το δέρμα και μπορεί να γίνει πολύ μεγάλος. * * * το ιατρ. μαλακός καλοήθης όγκος τού συνδετικού ιστού, πλούσιος σε θεμέλια ουσία και στερούμενος αγγείων, με ζελατινοειδή μορφή, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”